παιδοφονεύς

παιδοφονεύς
παιδο-φονεύς, έως, ,
A slayer of children, [dialect] Ep. acc. -φονῆα, Q.S.2.322.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιδοφονεύς — παιδοφονεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που φονεύει παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φονεύς] …   Dictionary of Greek

  • παιδοφονεῖ — παιδοφονεύς slayer of children masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοφονῆα — παιδοφονεύς slayer of children masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”